πλειοπώλιο

πλειοπώλιο
το, Ν
(οικον.) μορφή αγοράς στην οποία εμφανίζονται πολλοί πωλητές τού ίδιου αγαθού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖον + -πώλιο (< -πώλης < πωλώ), πρβλ. μονο-πώλιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”